πικτίς
Look at other dictionaries:
πυκτίς — (I) ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. βιβλίο αρχ. 1. πίνακας ζωγραφικής 2. περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα *ίς, ίδος]. (II) ίδος, ἡ, Α (εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου … Dictionary of Greek
πυκτίς — (I) ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. βιβλίο αρχ. 1. πίνακας ζωγραφικής 2. περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα *ίς, ίδος]. (II) ίδος, ἡ, Α (εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου … Dictionary of Greek